LARDED - ορισμός. Τι είναι το LARDED
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι LARDED - ορισμός


Larded      
·Impf & ·p.p. of Lard.
lard         
  • A slice of bread spread with lard was a typical staple in traditional rural cuisine of many countries
  • ''Griebenschmalz'', German lard with crispy pieces of pork skin
  • ''Schweineschmalz'', German lard
  • 1916 advertisement for lard produced by [[Swift & Company]]
  • Raw fatback being diced to prepare [[tourtière]]
  • A [[triglyceride]] molecule, the main constituent of lard
SEMI-SOLID WHITE FAT PRODUCT OBTAINED BY RENDERING THE FATTY TISSUE OF THE PIG
Leaf lard; Leaflard; Minced lard; Smalec
n. to render lard
Lårdal         
VILLAGE IN TOKKE, TELEMARK, NORWAY
Lårdal is a former municipality in Telemark county, Norway. Lårdal is a small village located next to the lake Bandak, in the eastern parts of the county Telemark.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για LARDED
1. At first, Liu larded his cartoons with references to ancient Chinese culture and literature.
2. Democrats larded the bill with special projects to build support for it.
3. Faulkner‘s version of Southern Gothic comes larded with biblical symbolism and is delivered stream–of–consciousness.
4. One Senate Budget Committee staff aide seemed shocked to learn lawmakers wouldn‘t get their usual pallet larded with budgets.
5. Louisiana‘s congressional delegation larded the bill with $540,580,200 worth of earmarks, one–fifth the price of a capable levee.